- ευάντης
- εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος2. ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξ-άντης, αν-άντης, προσ-άντης) < θ. -αντ-εσ- < *αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].
Dictionary of Greek. 2013.